- αλιεύς
- (-έως), ο (Α ἁλιεύς)1. αυτός που αλιεύει ψάρια, σπόγγους, κοράλλια κ.λπ., ο ψαράς2. αυτός που με ζέση επιζητεί, επιδιώκει, συλλέγει κάτιαρχ.1. θαλασσινός, ναυτικός, ναύτης2. ως επίθ. θαλάσσιος, ναυτικός3. είδος ψαριού, το είδος Lophius piscatorius, κν. πεσκαντρίτσα ή βατραχόψαρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλος.ΠΑΡ. ἁλιεύωαρχ.ἁλίειος].
Dictionary of Greek. 2013.